- ενθρυμματίς
- ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς]είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθρυμματίς — sop fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθρυμματίδων — ἐνθρυμματίς sop fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)